- νυκτελείν
- νυκτελεῑν (Α)(κατά τον Ησύχ.) «ἐν νυκτὶ τελεῑν».[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει διορθωθεί σε νυκτιτελεῖν < νυκτί, δοτ. τού νύξ, νυκτός, + τελῶ (πρβλ. νυκτέλιος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Nyctelivs — NYCTELIVS, i, ein Beynamen des Bacchus, Ovid. Met. IV. v. 15. welchen er von νυκτελεῖν, bey Nacht vollbringen, hat, weil dessen Gottesdienst bey Nachtzeit verrichtet wurde. Gyrald. Synt. VIII. p. 278 … Gründliches mythologisches Lexikon
νυκτέλιος — νυκτέλιος, ον (Α) 1. (ως προσωνυμία τού θεού Διονύσου) νυκτερινός 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ νυκτέλια (ενν. ἱερά) γιορτή που τελούσαν προς τιμή τού θεού Διονύσου και η οποία ονομάστηκε έτσι, επειδή συνήθως γινόταν κατά τη διάρκεια τής νύχτας 3 … Dictionary of Greek